αντιπατριωτικός

αντιπατριωτικός
-ή, -ό
αντίθετος στην πατρίδα ή τα συμφέροντά της: Κατηγορήθηκε για αντιπατριωτικές ενέργειες στη διάρκεια της Κατοχής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αντιπατριωτικός — ή, ό αυτός που βλάπτει την πατρίδα ή αρνείται τα πατριωτικά ιδεώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + πατριωτικός. Η λ. μαρτυρείται στον Φιλικό Χριστόφορο Περραιβό (1773 1863)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”